- τριγράμματος
- τρι-γράμμᾰτος, ον,A with or of three letters, Eust.1878.59.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγράμματος — with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγράμματος — η, ο / τριγράμματος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γράμματος (< γράμμα, ατος), πρβλ. ὀκτα γράμματος] … Dictionary of Greek
τριγράμματον — τριγράμματος with masc/fem acc sg τριγράμματος with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγραμμος — ον, ΜΑ τριγράμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. πεντά γραμμος] … Dictionary of Greek